απόδραση

απόδραση
Η δραπέτευση κρατούμενου ή φυλακισμένου. Τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους· οποιοσδήποτε άλλος συμμετείχε στην απόδραση τιμωρείται με φυλάκιση. Η ποινή της α. εκτίεται ολόκληρη μετά την έκτιση της βασικής ποινής του δράστη, δηλαδή δεν επιδέχεται συγχώνευσης. Με μεγαλύτερη ποινή τιμωρείται ο δράστης α. που χρησιμοποιεί βία, ενωμένος με άλλους κρατούμενους για τον σκοπό αυτό. Από πολλούς νομικούς προτάθηκε η άποψη να μένει ατιμώρητη η α. ως σύμφωνη με τη φυσική ροπή του ανθρώπου για την ελευθερία. Ο παλαιότερος ποινικός νόμος τιμωρούσε τον δράστη της α. μόνο όταν χρησιμοποιούσε βία. Ωστόσο, νεότερος νόμος προέβλεπε τιμωρία και για τη χωρίς βία α., ακόμα και για την απόπειρα α. Τώρα, το όλο θέμα ρυθμίζεται από ανάλογα προς την περίπτωση άρθρα.
* * *
η (AM ἀπόδρασις) [αποδιδράσκω]
η δραπέτευση
αρχ.
το να αποφεύγει κάποιος κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απόδραση — η δραπέτευση, φυγή, εξαφάνιση: Η απόδραση του κατάδικου δεν έγινε αμέσως αντιληπτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποδράσῃ — ἀποδρά̱σηι , ἀπόδρασις running away fem dat sg (epic) ἀποδρά̱σῃ , ἀποδιδράσκω run away aor part act fem dat sg (attic epic ionic) ἀποδρά̱σῃ , ἀποδιδράσκω run away fut ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλέα — I Αρχαία πόλη της Αρκαδίας, του 5ου αι. π.Χ. Ήταν χτισμένη δυτικά της Στυμφαλίας, στο βάθος μεγάλης κοιλάδας, κοντά στο σημερινό χωριό Μπουγιάτι. Χτίστηκε από τον Αλέα, γιο του Αφείδαντα και εγγονό του Αρκάδα. Οι περισσότεροι κάτοικοί της… …   Dictionary of Greek

  • απόλειψις — ἀπόλειψις, η (Α) [απολείπω] 1. εγκαταλειψη 2. στρ. λιποταξία, απόδραση 3. έλλειψη, ανεπάρκεια, μειονεξία 4. (για ποτάμι) ελάττωση των νερών 5. θάνατος …   Dictionary of Greek

  • δραπέτευση — η (AM δραπέτευμα, το Μ και δραπέτευσις, η) απόδραση, το να φύγει κάποιος κρυφά …   Dictionary of Greek

  • δρασμός — δρασμός, ο (ιων. δρησμός) (Α) απόδραση δραπέτευση …   Dictionary of Greek

  • σκάσιμο — το, Ν 1. άνοιγμα σε μήκος τής επιφάνειας στερεού σώματος, σχισμή, ρωγμή, σκασιματιά (α. «το σκάσιμο τού τοίχου» β. «το σκάσιμο τού εδάφους από τη ζέστη και την ξηρασία» γ. «το σκάσιμο τού δέρματος από το κρύο και τον αέρα») 2. ρήξη, διάρρηξη τής… …   Dictionary of Greek

  • συνοδεία — η, ΝΑ [συνοδεύω] νεοελλ. 1. ομάδα ανθρώπων που συνοδεύει κάποιον, που μετακινείται μαζί του τιμητικά ή για την ασφάλεια του ή για να εμποδίσει την απόδραση του (α. «η συνοδεία τού Πατριάρχη» β. «η συνοδεία τού πρωθυπουργού» γ. «μεταφέρθηκε στο… …   Dictionary of Greek

  • Βάκχαι — Τραγωδία του Ευριπίδη, από τις σημαντικότερες της αρχαίας δραματουργίας, τελευταίο έργο του τραγικού (406 π.Χ.). Το υλικό προέρχεται από μύθους που αναφέρονται τόσο στην άμυνα του λογικού εναντίον της διονυσιακής μέθης, όσο και σε ιστορικά… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”